επίηρος

επίηρος
ἐπίηρος, -ον (Α)
αρεστός, ευχάριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπίηρος — ἐπίηρα acceptable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… …   Dictionary of Greek

  • ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”